- εισαθρώ
- εἰσαθρῶ (-έω) (Α)βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαθρώ — ἐπαθρῶ, έω (Α) αντί εισαθρώ*, βλέπω, παρατηρώ («ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα», Απολλ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αθρώ «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek